-
1 κελαδεω
(fut. κελαδήσω и κελαδήσομαι, aor. κελάδησα)1) шуметь, кричать(ἀτὰρ κελάδησαν Ἀχαιοί Hom.)
2) возглашать, петь(ὕμνον Pind.; παιᾶνα Eur.)
3) ( о звуке) испускать(βοάς, φθόγγον κάλλιστον Eur.)
4) звучать, звенетьὅταν χελιδὼν κελαδῇ Arph. — в то время, как щебечет ласточка5) воспевать, славить(Ἥραν, τινα ἀμφ΄ ἀρετᾷ Pind.)
-
2 κελαδέω
κελαδέω, Lärm machen, schreien, tosen; von einer großen Volksmenge, Il. 23, 869; Aesch. Ch. 601; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους παρὰ πορπάκων κελαδοῠντας Eur. Rhes. 385; Sp., vom Hahn Luc.; – trans., ertönen lassen; ὕμνον Pind. N. 4, 16; κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ κελαδήσω Ol. 10, 14; anrufen, preisen, ἀρετάν, Ἥραν, Pind.; βοὰν Ἑλλὰς κελάδησε Eur. Hel. 376; παιᾶνας Herc. Fur. 694. – Pind. hat auch das fut. med., βροντὰν Διὸς κελαδησόμεϑα Ol. 11, 83. – Vgl. κελάδω.
См. также в других словарях:
πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά … Dictionary of Greek